- παραγναθίδα
- Τμήμα του κράνους που προστατεύει τις γνάθους. Με π., που ήταν χωριστά κομμάτια και προσαρμόζονταν με καρφιά στο υπόλοιπο κράνος, ήταν εφοδιασμένα τα δερμάτινα και τα μεταλλικά κράνη της ύστερης εποχής του χαλκού. Π. έφεραν και μερικά από τα κράνη της γεωμετρικής περιόδου, ενώ τα περισσότερα κράνη, που κατασκευάστηκαν αργότερα, ήταν έτσι διαμορφωμένα ώστε να προστατεύουν το πρόσωπο του πολεμιστή. Σ’ αυτά τα τελευταία, οι π. είτε ήταν ανεξάρτητα κομμάτια προσαρμοσμένα στο κράνος είτε αποτελούσαν ενιαίο σύνολο με αυτό. Στο κορινθιακό κράνος η π. έπιανε το κάτω μέρος και προχωρούσε προς τα μπρος και ενωνόταν σχεδόν στο μπροστινό μέρος του προσώπου, καλύπτοντας έτσι τις παρειές. Στο ιωνικό, οι π. ήταν φτιαγμένες από χωριστά κομμάτια και πολλές φορές προσδένονταν στο ύψος των κροτάφων. Μερικές φορές έφεραν εγχάρακτες ή ανάγλυφες διακοσμήσεις. Στο χαλκιδικό κράνος ήταν αποστρογγυλεμένες και έπαιρναν τη μορφή ενός ανάγλυφου κεφαλιού κριαριού.
* * *η / παραγναθίς -ίδος, ΝΜΑνεοελλ.(ιδίως στον πληθ.) οι παραγναθίδεςτα τμήματα τής γενειάδας που καλύπτουν το καθένα από τα μάγουλα τού προσώπου και το τμήμα που βρίσκεται πάνω από τις γνάθους, οι φαβορίτεςμσν.μυς τής γνάθουμσν.-αρχ.1. τμήμα τής περικεφαλαίας ή τής τιάρας το οποίο προεκτείνεται ώς τα μάγουλα και τά καλύπτει2. είδος αρχιτεκτονικής επένδυσης3. πλάγιο εξάρτημα τού καταπέλτη4. ονομασία ψαριού ή μέρους ψαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + γνάθος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. paragnath) και μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.